- ποικιλάνιος
- ποικῐλᾱνιος, -ον1 with embroidered reins
ποικιλανίους πώλους P. 2.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποικιλανίους πώλους P. 2.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποικιλάνιος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά τού χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού αμάρτυρου *ποικιλήνιος (< ποικίλος + ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ ήνιος] … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλανίους — ποικιλᾱνίους , ποικιλάνιος with broidered reins masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)